- συνδοξαζομένου
- συνδοξάζωjoin in approvingpres part mp masc/neut gen sgσυνδοξάζωjoin in approvingpres part mp masc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνδοξάζω — ΜΑ (κυρίως σχετικά με τον θεό) απονέμω δόξα, δοξολογώ μαζί με άλλον («ὡς μὴ συνδοξαζομένου τοῡ Πνεύματος Πατρί», Επιφάν.) αρχ. 1. επιδοκιμάζω ή παραδέχομαι κάτι από κοινού με άλλον («νόμων... συνδεδοξασμένων ὑπὸ πάντων τῶν πολιτευομένων», Αριστοτ … Dictionary of Greek